φιλοτρόφος — ον, Α αυτός που τού αρέσει να τρέφει. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. παντο τρόφος] … Dictionary of Greek
φιλότροφον — φιλότροφος fond of rearing masc/fem acc sg φιλότροφος fond of rearing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτρόφοις — φιλότροφος fond of rearing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτρόφους — φιλότροφος fond of rearing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλότροφοι — φιλότροφος fond of rearing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτρόφιος — ον, Α [φιλότροφος] 1. φιλότροφος* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοτρόφιον αίθουσα συνεστιάσεων … Dictionary of Greek
φιλοτραφής — ές, Α φιλότροφος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τραφής (< θ. τραφ τής συνεσταλμένης βαθμίδας τού ρ. τρέφω), πρβλ. εὐ τραφής, μηρο τραφής] … Dictionary of Greek
φιλοτροφία — ἡ, Μ [φιλότροφος] η ιδιότητα τού φιλοτρόφου … Dictionary of Greek
φιλοτροφώ — έω, Α [φιλότροφος] 1. μού αρέσει να εκτρέφω ζώα («φιλοτροφεῑν κύνας», Πλούτ.) 2. παθ. φιλοτροφοῡμαι, έομαι τρέφομαι καλά … Dictionary of Greek